ἀξιοκαταφρόνητος

ἀξιοκαταφρόνητος
ἀξιο-καταφρόνητος, ον,
A deserving contempt, Iamb.VP 31.206.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αξιοκαταφρόνητος — η, ο (Α ἀξιοκαταφρόνητος, ον) εκείνος που του αξίζει να τον περιφρονούν …   Dictionary of Greek

  • ἀξιοκαταφρονήτων — ἀξιοκαταφρόνητος deserving contempt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …   Dictionary of Greek

  • απόβλητος — η, ο (AM ἀπόβλητος, ον) [αποβάλλω] 1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου 2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητος αρχ. εκείνος που είναι δυνατόν να χαθεί νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητα κάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα… …   Dictionary of Greek

  • επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ουδενόσωρος — οὐδενόσωρος, ον (Α) ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ ωρος)] …   Dictionary of Greek

  • περίψιμος — ον, Α αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίψ ημα «ακαθαρσία, σκουπίδι» + κατάλ. ιμος] …   Dictionary of Greek

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”